βαδίσῃ

βαδίσῃ
βαδίσηι , βάδισις
walking
fem dat sg (epic)
βαδίζω
walk
aor subj mid 2nd sg
βαδίζω
walk
aor subj act 3rd sg
βαδίζω
walk
fut ind mid 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • βάδιση — βάδιση, η και βάδισμα, το η ενέργεια, ο τρόπος του να βαδίζει κανείς, το περπάτημα: Η βάδισή του είναι χαρακτηριστική, η ίδια εδώ και χρόνια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βάδιση — η (AM βάδισις) [βαδίζω] το να βαδίζει κανείς, περπάτημα νεοελλ. ο ιδιαίτερος, χαρακτηριστικός τρόπος που βαδίζει κάποιος …   Dictionary of Greek

  • Λούσι — Συμβατική ονομασία που αποδόθηκε σε σκελετό που βρέθηκε στο Χαντάρ της Αιθιοπίας το 1974 από τον Ντόναλντ Γιόχανσον και τους συνεργάτες του. Ο σκελετός αυτός –κατά 40% πλήρης– αντιστοιχεί στο είδος Australopithecus afarensis, που ανήκει στους… …   Dictionary of Greek

  • βαδίσηι — βάδισις walking fem dat sg (epic) βαδίσῃ , βαδίζω walk aor subj mid 2nd sg βαδίσῃ , βαδίζω walk aor subj act 3rd sg βαδίσῃ , βαδίζω walk fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • нищьствовати — НИЩЬСТВ|ОВАТИ (1*), ОУЮ, ОУѤТЬ гл. Жить подаянием, нищенствовать: и не ре(ч) въ себѣ. чему ми ѥсть. самарѧнинъ ѥсмъ. ничтоже имамъ. обьще к нему. далече града. ѥсмъ. ниществовати можеть. ничтоже сихъ помысли. но възложе. [больного] на рамо въ… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • αναποδισμός — ο (Α ἀναποδισμός) [ἀναποδίζω (Ι)] βάδιση προς τα πίσω, οπισθοδρόμηση, επάνοδος, επιστροφή αρχ. 1. ανάκληση 2. επιμελέστερη ή ακριβέστερη εξέταση …   Dictionary of Greek

  • βάδος — βάδος, ο (Α) [βαδίζω] βάδιση, περπάτημα …   Dictionary of Greek

  • βαδισμός — βαδισμός, ο (Α) [βαδίζω] η βάδιση …   Dictionary of Greek

  • διασκέλισμα — το 1. το άνοιγμα τών σκελών κατά τη βάδιση 2. η δρασκελιά 3. η διάβαση πάνω από κάτι …   Dictionary of Greek

  • δυσβασία — η διαταραχή στη βάδιση που οφείλεται κυρίως σε βλάβη τών κεντρικών κινητικών οδών …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”